σύμφωνα με το wiktionary.org

Ετυμολογία
μουνόπανο < μουν(ί) + -ό- + παν(ί) + -ο

Ουσιαστικό
μουνόπανο ουδέτερο

1. (χυδαίο) (κυριολεκτικά, παρωχημένο) πανί που παλαιότερα χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της περιόδου· (κατ’ επέκταση) η σερβιέτα
※ Κατά την εμηνοροή οι πόρνες (καθώς όλες οι γυναίκες) μεταχειρίζονταν τα μουνόπανα. Η λέξη μουνόπανο χρησιμοποιείται και με υβριστική σημασία (όπως η λέξη κωλοσφούγγι). Τα τελευταία χρόνια επεβλήθη η χρήση του ταμπόν. Μάλιστα, υφίστανται και ειδικά ταμπόν για παρθένες!
Ηλίας Πετρόπουλος (1980), Το μπουρδέλο. Αθήνα: Γράμματα, σελ. 56.

2. (μεταφορικά, μειωτικό) υβριστικός χαρακτηρισμός, συνώνυμο του καθίκι, βρομιάρης, κάθαρμα, τιποτένιος κ.τ.π.

Η ιστοσελίδα αυτή είναι καθαρά χιουμοριστική. Δεν έχει σκοπό να προσβάλλει κανέναν, οι επισκέπτες προτείνουν τους εμφανιζόμενους και μετά τους ψηφίζουν. Απευθυνόμαστε σε αυτούς που μπορούν να κατανοήσουν αυτού του είδους το χιούμορ. Εισερχόμενοι στο mounopano.com, το αποδέχεσθε αυτό.